Τα Δάση της Ελλάδας

Η ποικιλότητα των ελληνικών δασών

Η Ελλάδα εμφανίζει εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία δασικών οικοσυστημάτων, ενδεχομένως τη μεγαλύτερη στην Ευρώπη. Η ποικιλία αυτή οφείλεται στην πλούσια χλωρίδα, στην ποικιλία κλιματικών τύπων (από το καθαρό μεσογειακό έως το καθαρό ηπειρωτικό κλίμα), στην ορογραφική διαμόρφωση (η Ελλάδα είναι μια κατεξοχήν ορεινή χώρα, με 42 κορυφές άνω των 2.000 μέτρων), στη μεγάλη ποικιλία γεωλογικών σχηματισμών και πετρωμάτων, στην ποικιλία εδαφικών τύπων, στην ιστορική - πολιτιστική εξέλιξη, καθώς και στην οικονομική και κοινωνική δομή της χώρας.

Με την επίδραση και συνεπίδραση όλων αυτών των παραγόντων, δημιουργούνται στην Ελλάδα έξι βιοκλιματικές ζώνες δασικής βλάστησης: η μεσογειακή, η ανωμεσογειακή, η υποηπειρωτική, η ζώνη των μεσογειακών ορεινών κωνοφόρων, η ηπειρωτική και η υπαλπική ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων. Εκτός από αυτές τις κλιματικά εξαρτώμενες ζώνες βλάστησης, υπάρχει και η ακλιματική ή αζωνική βλάστηση των παραποτάμιων, παραλίμνιων και υγροτοπικών δασών, η εμφάνιση της οποίας δεν εξαρτάται από το κλίμα, αλλά από τις υδατικές συνθήκες. Σύμφωνα με στοιχεία του 1992, τα κωνοφόρα συγκροτούν το 22% περίπου των ελληνικών δασών, τα πλατύφυλλα το 30%, ενώ τα αείφυλλα-πλατύφυλλα καταλαμβάνουν το 48%.

Η μετάβαση από τις παράκτιες περιοχές στις ψηλότερες κορυφές των βουνών της χώρας είναι σύντομη και πολύ ενδιαφέρουσα, με το τοπίο συνεχώς να μεταβάλλεται και τη βλάστηση να εναλλάσσει συνεχώς τα είδη της. Ημιερημικά φοινικοδάση, αγριελιές, χαρουπιές και σχίνα, πουρνάρια, αριές και κουμαριές, δάφνες και ρείκια, αλλά και μεσογειακά κωνοφόρα όπως το θαμνοκυπάρρισο, η χαλέπιος πεύκη, η κουκουναριά, το κυπαρίσσι, συνθέτουν κοντά στις ακτές και στα χαμηλά υψόμετρα τοπία τυπικά μεσογειακά, οικοσυστήματα που στήριξαν πολιτισμούς όπως ο μινωϊκός και ο μυκηναϊκός, που συγκέντρωσαν γύρω τους όλες τις μεγάλες σύγχρονες πόλεις της Ελλάδας. Εκτεταμένα δάση δρυός στα μεσαία υψόμετρα κατέστησαν την Ελλάδα κατεξοχήν χώρα δρυοδασών, με τη δρυ, να στηρίζει διαχρονικά την οικονομία της χώρας. Μεσογειακά ορεινά κωνοφόρα, όπως η μαύρη πεύκη, η κεφαλληνιακή και η υβριδογενής ελάτη, οργανώνουν τα δικά τους δάση στα μεγαλύτερα υψόμετρα, ενώ τα δάση οξιάς, από τα ομορφότερα της χώρας, κυριαρχούν στην ηπειρωτική ζώνη. Στην ίδια ζώνη, εμφανίζονται οι ίταμοι και τα αρκουδοπούρναρα με τους κατακόκκινους καρπούς. Ψυχρόβια κωνοφόρα, προσαρμοσμένα σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, όπως η ερυθρελάτη, η δασική και η λευκόδερμη πεύκη, διαμορφώνουν στις υψηλές οροσειρές της Βόρειας Ελλάδας τοπία που μοιάζουν σκανδιναβικά. Και πλάι στις πηγές, τους ποταμούς, τα ρέματα, πλάτανοι, ιτιές, λεύκες, σκλήθρα, φράξοι και αναρριχώμενα, διαμορφώνουν τις δικές τους κοινωνίες. Τα δασικά οικοσυστήματα της Ελλάδας φιλοξενούν τα περισσότερα από τα περίπου 1600 ενδημικά είδη που απαντούν στη χώρα, ενώ η ποικιλότητα των δασών τους αποτυπώνεται και στον μεγάλο αριθμό δασικών τύπων οικοτόπων που έχουν καταγραφεί. Αυτό συνδέεται και με το μεγάλο ποσοστό της έκτασης του Δικτύου Natura 2000 που καλύπτεται από δάση και φτάνει στο 60%.

Ένα ακόμα στοιχείο που δείχνει τις υψηλές φυσικές αξίες των ελληνικών δασών και τη δυναμική τους είναι ότι σε ποσοστό μεγαλύτερο του 95% είναι δάση που είτε έχουν φυσική εξάπλωση είτε έχουν αναγεννηθεί με φυσικό τρόπο. Αυτό τα κατατάσσει μαζί με αυτά της Κροατίας, στα πλέον φυσικά της Ευρώπης.

20ος αιώνας: Η επιστροφή των ελληνικών δασών

Ο δυναμισμός αυτός, που σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, υποστηρίζεται και από την υψηλή γενετική τους ποικιλότητα, επέτρεψε την επιστροφή τους. Πράγματι, μετά από πολλούς αιώνες εντατικής χρήσης, ο 20ος αιώνας σηματοδοτεί και την επιστροφή των ελληνικών δασών, τουλάχιστον τον ορεινό χώρο. Από το 1929 όπου έγινε η πρώτη καταγραφή φαίνεται ότι αυξάνεται η έκταση των δασών σε βάρος των δασικών εκτάσεων (συνήθως εντατικά βοσκόμενες εκτάσεις), ενώ οι λοιπές χρήσεις εμφανίζουν σταθερότητα.

 

Μορφή κάλυψης γης (σύνολο χώρας) 1929 1964 1992
Δάση 16,9% 19% 25,5%
Δασικές εκτάσεις 32,2% 30% 23,9%
Λοιπές μορφές 50,90% 51% 50,60%

 

Η αύξηση της δασοκάλυψης συνεχίστηκε αμείωτη τουλάχιστον έως το 2018. Ωστόσο, τα ελληνικά δάση λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, των υποβαθμισμένων εδαφών και του κλίματος έχουν κατά μέσο όρο χαμηλό ξυλαπόθεμα. Σε ό,τι αφορά τη διαχειριστική τους μορφή, τα σπερμοφυή αντιστοιχούν στο 34,7%, τα πρεμνοφυή σε 48% και τα πρεμνοφυή με παρακρατήματα σε 17,3%.

Υπηρεσίες οικοσυστήματος και δασική οικονομία

Έως πριν από λίγες δεκαετίες, το δάσος ήταν γνωστό στο ευρύ κοινό κυρίως για την οικονομική του σημασία, δηλαδή ως παραγωγός ξύλου διαφόρων χρήσεων. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το δάσος εξυπηρετεί σειρά σκοπών και ασκεί λειτουργίες και κοινωφελείς επιδράσεις (υπηρεσίες οικοσυστήματος), με συνέπεια, η παραγωγή ξύλου συχνά να έρχεται πλέον σε δεύτερη μοίρα. Η υδρονομική λειτουργία του δάσους, η οποία συνίσταται στη ρύθμιση της απορροής και στην ποιότητα του παραγόμενου νερού, η προστασία του εδάφους από την αιολική και αλλουβιακή διάβρωση, η αντιανεμική προστασία, η προστασία από τους θορύβους, η επίδρασή του στους κλιματικούς παράγοντες της περιοχής εξάπλωσής του αλλά και της ευρύτερης περιοχής, στη σύνθεση του ατμοσφαιρικού αέρα και στη ρύπανση της ατμόσφαιρας, καθώς και η αισθητική, ψυχαγωγική, υγιεινή επίδρασή του κερδίζουν συνεχώς έδαφος και σημασία. Όλα τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τη σημασία των δασών για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, έχουν οδηγήσει σε μία εντελώς διαφορετική θεώρηση σε σχέση με τη διαχείριση των δασών, στη δασοπονία πολλαπλών σκοπών. Η σημασία και αποτελεσματικότητα των ανωτέρω λειτουργιών εξαρτώνται από τη σύνθεση, την κατάσταση διατήρησης, τη δομή και τον τρόπο διαχείρισης αυτών των δασών, αλλά και από τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές και ιστορικές συνθήκες κάθε περιοχής.

Το ξύλο δεν είναι το μοναδικό υλικό αγαθό που μας παρέχει το δάσος. Γνωστά από παλιά αλλά με όλο και μεγαλύτερη ζήτηση εμφανίζονται και τα εδώδιμα δασικά προϊόντα, όπως τα μανιτάρια και διάφορα φρούτα, καρποί ή και ολόκληρα φυτά. Ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει επίσης στη μελισσοκομία και στα προϊόντα της που έχουν υψηλότατη διατροφική αξία και προσφέρει εισόδημα και εργασία σε μεγάλο αριθμό επαγγελματιών. Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί ότι η μελισσοκομία αξιοποιεί δάση των οποίων η ξυλεία έχει χαμηλή ζήτηση ακόμα και για καυσόξυλο και δασικές εκτάσεις με θάμνους και φρύγανα που συχνά αντιμετωπίζονται ως μηδαμινής αξίας.

Αναπόσπαστη, αν και ανταγωνιστική ως προς το δάσος, από το δασικό τοπίο είναι βέβαια και η εκτατική κτηνοτροφία. Σήμερα, μετά την μεγάλη μείωση του αριθμού των αιγών και των προβάτων που τρέφονται σε φυσικά λιβάδια και την επέκταση της ελεγχόμενης βόσκησης, η εκτατική κτηνοτροφία μπορεί να εξελιχθεί σε σύμμαχο της διαχείρισης των δασών. Άμεσα, με τον έλεγχο της βλάστησης σε κρίσιμες περιοχές για την εξάπλωση δασικών πυρκαγιών και τη διατήρηση ενδιαιτημάτων για άλλα είδη της αυτοφυούς χλωρίδας και της άγριας πανίδας. Έμμεσα με τη συμβολή της στη διατήρηση εύρωστων οικονομικά και κοινωνικά ορεινών κοινοτήτων που είναι η βάση της δασικής οικονομίας της χώρας.