Αποκατάσταση - Ανόρθωση Πρεμνοφυών Δασών

Στη Μεσόγειο, τα δάση των πλατύφυλλων ειδών, ιδιαίτερα της δρυός, μαζί με άλλους τύπους δασών, λιβαδιών ή αγρών, συνθέτουν τοπία-μωσαϊκά, αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του Μεσογειακού κλίματος με τη μακραίωνη παρουσία του ανθρώπου. Τα δάση αυτά δέχθηκαν από νωρίς την ανθρώπινη επίδραση, η οποία μείωσε την έκτασή τους, διέσπασε τη συνέχειά τους, τροποποίησε τη δομή τους και τη σύνθεση των ειδών των φυτών και ζώων που απαντούν σε αυτά και, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, οδήγησε στην υποβάθμιση του εδάφους.

Η σημαντικότερη αλλαγή, μετά, φυσικά, την πλήρη καταστροφή του δάσους, που επέφερε ο άνθρωπος, είναι η μετατροπή τους, από δάση που αναγεννώνται με τον σπόρο των γηραιότερων δέντρων (σπερμοφυή), σε δάση που αναγεννώνται από το εναπομένον μετά την υλοτομία πρέμνο και ριζικό σύστημα του δέντρου (πρεμνοφυή).

Η μετατροπή αυτή συνδυάζεται, σχεδόν πάντα, με εντατική εκμετάλλευση της παραγωγικής ικανότητας του δασικού οικοσυστήματος, μέσω συχνών αποψιλωτικών υλοτομιών τμημάτων του δάσους. Η εντατική εκμετάλλευση, μακροπρόθεσμα, τροποποιεί τη σύνθεση των ειδών, καθώς τα είδη των φυτών και των ζώων που απαιτούν ώριμα δάση μεγάλου ύψους και χαλαρού υπόροφου, δεν μπορούν να επιβιώσουν, αφού τα δάση μετατρέπονται σταδιακά σε μωσαϊκά ομήλικων ομοιόμορφων συστάδων, από άποψη δομής και φτωχών σε ποικιλία ενδιαιτημάτων. Ταυτόχρονα, η ανά μικρά χρονικά διαστήματα απόληψη ξύλου μικρών διαστάσεων και πλούσιου σε θρεπτικά στοιχεία, η συχνή έκθεση του εδάφους στη βροχή, σε συνδυασμό με τις μεγάλες ανάγκες των αναγεννώμενων δέντρων σε θρεπτικά στοιχεία, μπορεί να οδηγήσουν σε εξάντληση του εδάφους και στη διάβρωσή του, σε βαθμό που ποικίλει ανάλογα με τη γεωλογία, το τοπικό κλίμα και την τοπογραφία.

Τα προβλήματα που συνδέονται με τα πρεμνοφυή δάση δρυός στην Ελλάδα έχουν εντοπιστεί ήδη από τη δεκαετία του 1960 και έχουν καταβληθεί συστηματικές προσπάθειες για την ανόρθωσή τους, μέσω της αναγωγής τους σε σπερμοφυή, όπου αυτό είναι δυνατόν. Για τον λόγο αυτό και ο Δασικός Κώδικας επιβάλλει τη σταδιακή ανόρθωση των δασών αυτών σε πρεμνοφυή.

Έως σήμερα, οι προσπάθειες αυτές επικεντρώνονταν στα δάση των φυλλοβόλων δρυών (Quercus frainetto, Q. pubescens κ.λπ.) και αφορούσαν, είτε αναγωγή μέσω καλλιεργητικών υλοτομιών σε υψηλά σπερμοφυή, είτε ενρητινώσεις (δηλαδή εισαγωγή κωνοφόρων για την επιτάχυνση της αποκατάστασης του υψηλού δάσους). Οι προσπάθειες ανόρθωσης μέσω ενρητινώσεων είχαν σκοπούς προστατευτικούς (προστασία εδάφους από διαβρώσεις, αντιπλημμυρική προστασία) και οικονομικούς, αφού, σε πολλές περιπτώσεις, προτιμήθηκαν ενρητινώσεις, με απώτερο σκοπό την απόληψη ξύλου μετά την πάροδο ορισμένων ετών. Παρά τις συστηματικές προσπάθειες που έχουν καταβληθεί το ποσοστό των παραγωγικών πρεμνοφυών δασών στο σύνολο των παραγωγικών δασών εκτιμάται σε πάνω από το 40%.

Έως σήμερα, οι προσπάθειες αυτές επικεντρώνονταν στα δάση των φυλλοβόλων δρυών (Quercus frainetto, Q. pubescens κ.λπ.) και αφορούσαν, είτε αναγωγή μέσω καλλιεργητικών υλοτομιών σε υψηλά σπερμοφυή, είτε ενρητινώσεις (δηλαδή εισαγωγή κωνοφόρων για την επιτάχυνση της αποκατάστασης του υψηλού δάσους). Οι προσπάθειες ανόρθωσης μέσω ενρητινώσεων είχαν σκοπούς προστατευτικούς (προστασία εδάφους από διαβρώσεις, αντιπλημμυρική προστασία) και οικονομικούς, αφού, σε πολλές περιπτώσεις, προτιμήθηκαν ενρητινώσεις, με απώτερο σκοπό την απόληψη ξύλου μετά την πάροδο ορισμένων ετών. Παρά τις συστηματικές προσπάθειες που έχουν καταβληθεί το ποσοστό των παραγωγικών πρεμνοφυών δασών στο σύνολο των παραγωγικών δασών εκτιμάται σε πάνω από το 40%.

Δεδομένης της μεγάλης έκτασης των δασών αυτών και της σημασίας τους για την παροχή άλλων -πλην της προμήθειας ξύλου- υπηρεσιών οικοσυστήματος, η διαχείριση και ανόρθωση των πρεμνοφυών δασών δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται στο στενό πλαίσιο της αναγωγής της διαχειριστικής μορφής του δάσους από πρεμνοφυή σε σπερμοφυή. Η διαχείριση των δασών αυτών είναι σκόπιμο να σχεδιάζεται και να εφαρμόζεται στο πλαίσιο της αποκατάστασης της δομής και των λειτουργιών του τοπίου και της διατήρησης της βιοποικιλότητας. Η ευρύτερη αυτή θεώρηση ίσως περιλαμβάνει και τη διατήρηση συγκεκριμένων μορφών πρεμνοφυούς διαχείρισης (π.χ. παραδοσιακά συστήματα κλαδονομής) για πολιτιστικούς λόγους ή διατήρηση τμημάτων δασών σε πρεμνοφυή διαχειριστική μορφή, εφόσον έτσι εξυπηρετείται η τοπική δασική οικονομία η οποία ως σύνολο έχει θετικό αντίκτυπο στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την παροχή και άλλων υπηρεσιών οικοσυστήματος.

Στις περιοχές του Δικτύου NATURA 2000, η διαχείριση των δασών αυτών πρέπει, επιπρόσθετα, να συμβαδίζει με τους σκοπούς ίδρυσης του Δικτύου και να ακολουθεί τις εξής αρχές:

  • Χρήση δασοκομικών μέτρων και χειρισμών που συμβάλλουν στη διατήρηση της ποικιλότητας των ειδών.
  • Χρήση δασοκομικών μέτρων και χειρισμών που συμβάλλουν στη διατήρηση της ποικιλότητας των ειδών.
  • Διατήρηση παραδοσιακών πρακτικών διαχείρισης, όταν αυτές συνδέονται θετικά με τη διατήρηση της βιοποικιλότητας
  • Βελτίωση των μεθόδων συγκομιδής, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι επιπτώσεις στη φύση και να επιβαρύνεται λιγότερο το δασικό προσωπικό

Σε όλες τις περιπτώσεις και για όλα τα είδη πλατύφυλλων, παλαιότερα και σύγχρονα ευρήματα της δασοκομικής έρευνας δείχνουν ότι η καλλιέργεια με θετική επιλογή είναι η βέλτιστη καλλιεργητική πρακτική. Πρόσφατα δε ευρύματα δείχνουν ότι η μέθοδος αυτή είναι κατάλληλη τόσο για την ανόρθωση σε υψηλό σπερμοφυές δάσος, όσο και για τη καλύτερη εκμετάλλευση του παραγωγικού δυναμικού μιας συστάδας που θα παραμείνει σε πρεμνοφυή διαχείριση.