Διάρκεια των ωρών της ηλιοφάνειας στον ελληνικό χώρο

Στην εργασία αυτή, αναλύεται στατιστικά και σχολιάζεται η εποχική και ετήσια γεωγραφική κατανομή της διάρκειας της ηλιοφάνειας στον Ελληνικό χώρο, με βάση τα μηνιαία δεδομένα. Στη συνέχεια, εξετάζεται η μέση μηνιαία εκατοστιαία αναλογία της διάρκειας της ηλιοφάνειας ως προς τη μέγιστη πιθανή διάρκεια (θεωρητική). Επιπλέον, προσδιορίζονται εμπειρικές πολυωνυμικές εξισώσεις, οι οποίες παρέχουν με ικανοποιητική ακρίβεια την δυνατότητα εκτίμησης της μέσης εποχικής και ετήσιας διάρκειας των ωρών της ηλιοφάνειας. Επίσης, σχολιάζονται σχετικώς, οι ετήσιες και εποχικές διαφορές μεταξύ των τιμών της διάρκειας της ηλιοφάνειας που ελήφθησαν από μετρήσεις (πραγματικές τιμές) και των τιμών που εκτιμώνται από τις εξαγχθείσες εμπειρικές σχέσεις. Τα σημαντικότερα συμπεράσματα που εξάγονται είναι: α) Η ενδοετήσια πορεία της διάρκειας της ηλιοφάνειας είναι απλή, με μέγιστο τον Ιούλιο και ελάχιστο τον Ιανουάριο ή τον Δεκέμβριο. β) Η γεωγραφική κατανομή, τόσο της ετήσιας όσο και της εποχικής ηλιοφάνειας εμφανίζει ελάχιστες τιμές στις κεντρικές ορεινές περιοχές του Ελληνικού χώρου (Δ. Μακεδονία, Ήπειρος, Κ. Στερεά Ελλάδα). Οι ελάχιστες αυτές τιμές, βαίνουν αυξανόμενες βαθμιαία προς τις ακτές του Ιονίου και Αιγαίου Πελάγους και από βορρά προς νότο. γ) Οι ανώτερες μέγιστες τιμές της ηλιοφάνειας, συμβαίνουν στα νοτιοανατολικά νησιά του Αιγαίου Πελάγους και στις νότιες ακτές της Κρήτης. Ακολουθούν, η Αττική με τις γύρω παράκτιες περιοχές, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και οι παράκτιες και νησιωτικές περιοχές του νοτίου Ιονίου Πελάγους. δ) Οι εκτιμώμενες τιμές της διάρκειας της ηλιοφάνειας και η κατανομή τους, εμφανίζουν αρκετά ικανοποιητική συμφωνία με τις τιμές της πραγματικής ηλιοφάνειας.

Climate-change-driven growth decline of European beech forests

Η ανάπτυξη των δασών επηρεάζεται από τις μεταβολές του κλίματος. Πληθώρα μελετών τοπικού ή περιφερειακού επιπέδου έχουν εξετάσει τους ποικίλους τρόπους που εκδηλώνεται αυτή η επίδραση, ωστόσο λείπουν ανάλογες αναλύσεις μεγάλης κλίμακας και χωρικά προσδιορισμένες. Στην παρούσα έρευνα εκτιμώνται οι πρόσφατες αλλαγές στην αύξηση 5800 δέντρων οξιάς (Fagus sylvatica L.) από 324 τοποθεσίες, που αντιπροσωπεύουν όλο το γεωγραφικό και κλιματικό εύρος του είδους. Προβλέφθηκαν επίσης οι τάσεις αύξησης λαμβάνοντας υπόψη τα πιο σύγχρονα κλιματικά σενάρια. Τα μοντέλα αυτά εντόπισαν μείωση της αύξησης σε μεγάλο μέρος της περιοχής εξάπλωσης του είδους τις τελευταίες δεκαετίες και προβλέπουν σοβαρές μελλοντικές μειώσεις της αύξησης που κυμαίνονται από 20% έως και περισσότερο από 50% έως το 2090, ανάλογα με την περιοχή και το σενάριο κλιματικής αλλαγής (δηλ. CMIP6 SSP1-2.6 και SSP5-8.5). Οι προβλεπόμενες απώλειες της παραγωγικότητας των δασών είναι μεγαλύτερες προς το νότιο όριο εξάπλωσης του Fagus sylvatica, σε περιοχές όπου τα υψηλά βαρομετρικά αναμένεται να αυξήσουν τη σοβαρότητα της ξηρασίας. Οι προβλεπόμενες αλλαγές στην αύξηση εντός του 21ου αιώνα σε ολόκληρη την Ευρώπη θα προκαλέσουν σοβαρές οικολογικές και οικονομικές συνέπειες που απαιτούν άμεση προσαρμογή των δασών.

Η έρευνα αυτή έχει και ελληνικό ενδιαφέρον, αφού σε αυτή περιλήφθηκαν περί τις 10 θέσεις από Ελλάδα μεταξύ των οποίων και το νοτιότερο δάσος οξιάς στην Ελλάδα στη Γραμμένη Οξιά. Τα αποτελέσματα δείχνουν εκτός από μείωση της αύξησης τις τελευταίες δεκαετίες και δυσοίωνες προβλέψεις για τις επόμενες δεκαετίες, κάτι που επιβάλλει την άμεση λήψη μέτρων προσαρμογής της διαχείρισης.

Επισημαίνεται επίσης ότι η οξιά είναι το κυρίαρχο είδος σε τέσσερις τύπους οικοτόπων κοινοτικού ενδιαφέροντος (Παράρτημα Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ): 9110-Δάση οξιάς από Luzulo-Fagetum, 9130-Δάση οξιάς με Asperulo-Fagetum, 9140-Μεσοευρωπαϊκά υποαλπικά δάση οξιάς με Acer sp. και Rumex arifolius και 9150-Μεσοευρωπαϊκά ασβεστόφιλα δάση οξiάς Cephalanthero-Fagion.